portillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
portillon | portillons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
portillon (fr) αρσενικό
- το πορτάκι
ενικός | πληθυντικός |
portillon | portillons |
portillon (fr) αρσενικό