postman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
postman postmen

Ετυμολογία [επεξεργασία]

postman < post + man

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

postman (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]