poudreux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poudreux | poudreux |
θηλυκό | poudreuse | poudreuses |
Επίθετο[επεξεργασία]
poudreux (fr)
- σκονισμένος
- αφράτος
- neige poudreuse - αφράτο χιόνι (που μόλις έπεσε)