pozza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pozza < pozzo
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pozza | pozze |
pozza (it) θηλυκό
- λακκούβα γεμάτη νερό
- (μετεωρολογία) νεροποντή
Πηγές[επεξεργασία]
- pozza - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).