préfabriqué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁe.fa.bʁi.ke/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préfabriqué | préfabriqués |
θηλυκό | préfabriquée | préfabriquées |
préfabriqué (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
préfabriqué (fr) αρσενικό
- λέγεται για οποιοδήποτε προκατασκευασμένο στοιχείο