préjudice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
préjudice | préjudices |
préjudice (fr) θηλυκό
- η ζημία
Δείτε επίσης : prejudice |
ενικός | πληθυντικός |
préjudice | préjudices |
préjudice (fr) θηλυκό