préparatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
préparatif | préparatifs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
préparatif (fr) αρσενικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) η προετοιμασία για κάτι, η ετοιμασία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη préparer