prestige
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prestige (en)
- το πρεστίζ, η αίγλη, το γόητρο
- teaching is not a job that has much prestige attached to it, which which leads to lower salaries than in other professions
- the newspaper lost prestige when one of its reporters was discovered to have plagiarized a number of articles
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prestige | prestiges |
prestige (fr) αρσενικό