proéminence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
proéminence | proéminences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
proéminence (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
proéminence | proéminences |
proéminence (fr) θηλυκό