probation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

probation (en)

  1. η επιτήρηση (πχ όταν κάποιος παρακολουθείται στενά για τα αποτελέσματα της εργασίας του επειδή δεν θεωρείται απολύτως αξιόπιστος)
  2. η καταδίκη με αναστολή