progéniture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- progéniture < λατινική progenitor (πρόγονος) < progignere (γεννώ, τίκτω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
progéniture (fr) θηλυκό
- τα παιδιά