protótipo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
protótipo | protótipos |
protótipo (pt)αρσενικό
- το πρωτότυπο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
protótipo | protótipos |
protótipo (pt)αρσενικό