protect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | protect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | protects |
αόριστος | protected |
παθητική μετοχή | protected |
ενεργητική μετοχή | protecting |
Ρήμα[επεξεργασία]
protect (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προστατεύω, υπερασπίζω, φροντίζω να μην τραυματιστεί κάποιος ή κάτι