psalmodique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psal.mɔ.dik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
psalmodique psalmodiques

psalmodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό