psychanalyse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.ka.na.liz/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psychanalyse | psychanalyses |
psychanalyse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychanalyse | psychanalyses |
psychanalyse (fr) θηλυκό