psychique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.ʃik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
psychique psychiques

psychique (fr) αρσενικό ή θηλυκό