psychométrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
psychométrique psychométriques

Επίθετο[επεξεργασία]

psychométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό