puîné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | puîné | puînés |
θηλυκό | puînée | puînées |
Επίθετο[επεξεργασία]
puîné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | puîné | puînés |
θηλυκό | puînée | puînées |
puîné (fr)