pulseira
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pulseira | pulseiras |
pulseira (pt)θηλυκό
- το βραχιόλι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pulseira | pulseiras |
pulseira (pt)θηλυκό