pulsion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pulsion < impulsion, προς απόδοση του γερμανικού Trieb

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pyl.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pulsion pulsions

pulsion (fr) θηλυκό


Συγγενικά[επεξεργασία]