quaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
quaker quakers

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

quaker (fr) αρσενικό (θηλυκό quakeresse)