rédactionnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rédactionnel | rédactionnels |
θηλυκό | rédactionnelle | rédactionnelles |
Επίθετο[επεξεργασία]
rédactionnel (fr)
- συντακτικός, σχετικός με τη σύνταξη ενός εγγράφου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη rédiger