réitérative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
réitérative | réitératives |
réitérative (fr)
- θηλυκό του réitératif
ενικός | πληθυντικός |
réitérative | réitératives |
réitérative (fr)