radieux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | radieux | radieux |
θηλυκό | radieuse | radieuses |
radieux (fr)
- αστραφτερός, λαμπερός
- (για ανθρώπους) καταχαρούμενος, πανευτυχής