rajustement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rajustement < rajuster

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rajustement rajustements

rajustement (fr) αρσενικό

  1. η επισκευή
  2. η εκ νέου ρύθμιση