ralentisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ralentisseur | ralentisseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ralentisseur (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) επιβραδυντής, σύστημα επιβράδυνσης των οχημάτων