reach out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | reach out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reaches out |
αόριστος | reached out |
παθητική μετοχή | reached out |
ενεργητική μετοχή | reaching out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
reach out (en)
- έρχομαι σε επαφή με κάποιον
- ↪ How can I reach out to him?
- Πώς μπορώ να έλθω σ' επαφή μαζί του;
- ≈ συνώνυμα: contact, get hold of, get in touch και reach
- ↪ How can I reach out to him?