recrudescent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | recrudescent | recrudescents |
θηλυκό | recrudescente | recrudescentes |
Επίθετο[επεξεργασία]
recrudescent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | recrudescent | recrudescents |
θηλυκό | recrudescente | recrudescentes |
recrudescent (fr)