redouble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας redouble
γ΄ ενικό ενεστώτα redoubles
αόριστος redoubled
παθητική μετοχή redoubled
ενεργητική μετοχή redoubling

Ετυμολογία [επεξεργασία]

redouble < re- + double

Ρήμα[επεξεργασία]

redouble (en)

  • διπλασιάζω, αυξάνω κάτι ή το κάνω πιο δυνατό
    We’ll redouble our efforts.
    Θα διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας.

Πηγές[επεξεργασία]