religious

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός religious
συγκριτικός more religious
υπερθετικός most religious

Επίθετο[επεξεργασία]

religious (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) θρησκευτικός, σχετικά με τη θρησκεία ή με μια συγκεκριμένη θρησκεία
    religious rules - θρησκευτικές κανόνες
  2. θρησκευόμενος, θρήσκος, για άτομο που πιστεύει ακράδαντα σε μια συγκεκριμένη θρησκεία και υπακούει στους κανόνες και στα έθιμα της
    Are you religious?
    Είσαι θρησκευόμενος;
     συνώνυμα: devout
  3. (ανεπίσημο) σχολαστικός, επίμονος
    He is religious about his skincare routine.
    Είναι επίμονος σχετικά με την ρουτίνα περιποίησης δέρματος του.

Πηγές[επεξεργασία]