remplisseuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

remplisseuse < remplir

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
remplisseuse remplisseuses

remplisseuse (fr) θηλυκό

  1. υφάντρια που συμπληρώνει ή διορθώνει τα κενά σε δαντέλα
  2. (τεχνολογία) μηχανή που γεμίζει πολλά μπουκάλια ταυτόχρονα