remplisseuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- remplisseuse < remplir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remplisseuse | remplisseuses |
remplisseuse (fr) θηλυκό
- υφάντρια που συμπληρώνει ή διορθώνει τα κενά σε δαντέλα
- (τεχνολογία) μηχανή που γεμίζει πολλά μπουκάλια ταυτόχρονα