renfermé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό renfermé renfermés
θηλυκό renfermée renfermées

Επίθετο[επεξεργασία]

renfermé (fr)

  • air renfermé: αέρας που δεν ανανεώνεται
    ça sent le renfermé - μυρίζει κλεισούρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

renfermé (fr) αρσενικό