renommé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | renommé | renommés |
θηλυκό | renommée | renommées |
Επίθετο[επεξεργασία]
renommé (fr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη réputé
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη renommer