resourcefulness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

resourcefulness < resourceful + -ness

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
resourcefulness resourcefulnesses

resourcefulness (en)

  1. ευρηματικότητα στην αντιμετώπιση δυσκολιών
  2. επινοητικότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]