restitution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
restitution (fr) θηλυκό
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˌrɛstɪˈtjuːʃ(ə)n/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
μεσοαγγλικά: restitution < παλαιογαλλικά: restitution ή λατινικά: restitutio(n-) < restituere «αποκαθιστώ» < re- «ξανά, ανα-» + statuere «ιδρύω, εγκαθιδρύω»
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
restitution (en)
- αποκατάσταση, επανόρθωση
- επιστροφή κλοπιμαίου ή περιουσιακού στοιχείου (πχ. σε περίπτωση κατάσχεσης) στον ιδιοκτήτη
- αποζημίωση
αγγλικός ορισμός[επεξεργασία]
- the restoration of something lost or stolen to its proper owner
- recompense for injury or loss