επιστροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστροφή < αρχαία ελληνική ἐπιστροφή < ἐπιστρέφω < ἐπί + στρέφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.stɾoˈfi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιστροφή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιστρέφω