resuscitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
resuscitate (en)
- (μεταβατικό) αναζωογονώ
- (μεταβατικό) επαναφέρω στη ζωή κάποιον ή τον κάνω να συνέλθει από λιποθυμία
- (αμετάβατο) επανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι