resuscitate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

resuscitate (en)

  1. (μεταβατικό) αναζωογονώ
  2. (μεταβατικό) επαναφέρω στη ζωή κάποιον ή τον κάνω να συνέλθει από λιποθυμία
  3. (αμετάβατο) επανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι