ridadi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα ridadi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | ridadas | ridadanta | ridadata |
αόριστος | ridadis | ridadinta | ridadita |
μέλλοντας | ridados | ridadonta | ridadota |
υποθετική | ridadus | - | - |
προστακτική | ridadu | - | - |
ridadi (eo)
- γελώ πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι στα γέλια