rieur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rieur < rire
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rieur | rieurs |
θηλυκό | rieuse | rieuses |
rieur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rieur | rieurs |
θηλυκό | rieuse | rieuses |
rieur (fr)