risible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
risible | risibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
risible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
risible | risibles |
risible (fr) αρσενικό ή θηλυκό