roll call
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
roll call | roll calls |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
roll call (en)
- το προσκλητήριο
- ↪ He was missing from the morning/evening roll call.
- Έλειπε από το πρωινό/βραδινό προσκλητήριο.
- ↪ He was missing from the morning/evening roll call.