rope into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας rope into
γ΄ ενικό ενεστώτα ropes into
αόριστος roped into
παθητική μετοχή roped into
ενεργητική μετοχή roping into

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rope into < → δείτε τις λέξεις rope και into

Ρήμα[επεξεργασία]

rope into (en)

  • άλλη μορφή του rope in
    I was roped into organizing the trip.
    Με μπλέξανε να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδρομής.

Πηγές[επεξεργασία]