rosissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rosissement < rosir

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rosissement rosissements

rosissement (fr) αρσενικό

  • το να γίνεται κάτι ροζ