roublard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | roublard | roublards |
θηλυκό | roublarde | roublardes |
roublard (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | roublard | roublards |
θηλυκό | roublarde | roublardes |
roublard (fr)
- κάποιος που είναι κακοπροαίρετος