sémiologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /se.mjɔ.lɔ.ʒik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sémiologique sémiologiques

sémiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό