salivaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- salivaire < salive
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
salivaire | salivaires |
salivaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
salivaire | salivaires |
salivaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό