salivaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
salivaire < salive

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
salivaire salivaires

salivaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό