sandstorm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sandstorm | sandstorms |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sandstorm (en)
- (άνεμος) η αμμοθύελλα
ενικός | πληθυντικός |
sandstorm | sandstorms |
sandstorm (en)