scalogno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
scalogno | scalogni |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skaˈloɲ.ɲo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scalogno (it) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- scalogno - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).