scheduled
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
scheduled (en) (χωρίς παραθετικά)
- σχεδιασμένος, προγραμματισμένος για κάτι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
scheduled (en)
scheduled (en) (χωρίς παραθετικά)
scheduled (en)