schizophrenia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌskɪtsəʊˈfriːnɪə/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (ψυχιατρική) σχιζοφρένεια
- (μεταφορικά) σχιζοφρένεια, αντιφατική σκέψη, τρέλα, παλαβομάρα, ζαβομάρα